ζοχάδα

ζοχάδα
η
1. αιμορροΐδα: Υποφέρει από ζοχάδες.
2. δυστροπία, νευρικότητα: Μην του μιλάς, γιατί έχει τις ζοχάδες του.
3. άνθρωπος ενοχλητικός: Ζοχάδα μού έγινες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζοχάδα — η και πληθ. ζοχάδες, οι 1. αιμορροΐδα* 2. ιδιοτροπία, νευρική υπερδιέγερση, δυστροπία, στρυφνότητα τού χαρακτήρα («σήμερα είναι στις ζοχάδες του») 3. (για πρόσ.) ζοχαδιακός, οχληρός, ενοχλητικός («αυτός μού έχει γίνει ζοχάδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ …   Dictionary of Greek

  • εσοχάδα — και ζοχάδα, η (συν. στον πληθ. εσοχάδες, οι) (AM ἐσοχάς) εσωτερικές αιμορροΐδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζοχάδα] …   Dictionary of Greek

  • ζοχαδιάρης — α, ικο ζοχαδιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζοχάδα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ερωτ ιάρης, παραπον ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • ζοχαδιακός — ή, ό [ζοχάδα] 1. αυτός που υποφέρει από ζοχάδες, αιμορροΐδες, ο αιμορροϊδικός 2. ιδιότροπος, δύστροπος, νευρικός, γκρινιάρης, μίζερος …   Dictionary of Greek

  • ζοχαδόχορτο — το βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού συκόρριζα η μεγανθής, αλλ. σφουρδάκλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζοχάδα + χόρτο] …   Dictionary of Greek

  • τζοχάδα — η, Ν ζοχάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζοχός + κατάλ. άδα (πρβλ. νοστιμ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • αιμορροΐδα — η ζοχάδα, διόγκωση των κάτω φλεβών του απευθυσμένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωχάδα — η βλ. ζοχάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”